- νάκος
νάκος, τό, = νάκη; τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ, das goldene Vließ, Pind. P. 4, 58; Her. 2, 42 u. Sp., wie Theocr. 5, 2; Luc. amor. 34 Dea Syria 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάκος, τό, = νάκη; τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ, das goldene Vließ, Pind. P. 4, 58; Her. 2, 42 u. Sp., wie Theocr. 5, 2; Luc. amor. 34 Dea Syria 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάκος — νάκος, τὸ (Α) νάκη, δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νάκη] … Dictionary of Greek
νάκος — fleece neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάκει — νάκος fleece neut nom/voc/acc dual (attic epic) νάκεϊ , νάκος fleece neut dat sg (epic ionic) νάκος fleece neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάκεσι — νάκος fleece neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάκεσιν — νάκος fleece neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάκους — νάκος fleece neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NACCAE — Varroni, Festo et Paulo vulgo Fullones dicti, quod omnia fere opera ex lana, nacae dicantur a Graecis. Νάκη enim et νάκος, pro caprae pelle, palam usurpatur Homero Odyss. ξ. v. 530. et Theocrito Idyll. 5. pro ovillo vellere, Simonidi. Quô quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
νακύ(δ)ριον — νακύ(δ)ριον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) υποκορ. τού νάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη / νάκος «δέρμα προβάτου» + υποκορ. κατάλ. ύ(δ)ριον (πρβλ. λογ ύδριον, μελ ύδριον)] … Dictionary of Greek
Πανουργιάς — I Όνομα οικογένειας αγωνιστών του 1821, σπουδαιότερα μέλη της οποίας είναι: 1. Δημήτριος (1759 – 1834). Αρματολός στην περιοχή Σαλώνων (Άμφισσας) από νεαρή ηλικία, έζησε από το 1817 ως το 1820 στα Ιωάννινα με την επιτήρηση του Αλή πασά. Το 1820… … Dictionary of Greek
νάκη — woolly fem nom/voc sg (attic epic ionic) νάκος fleece neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νάκος fleece neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
nak- — nak English meaning: fur Deutsche Übersetzung: “Fell” Material: Gk. νάκος n., νάκη f. “wolliges fell, fur, Vlies”, ἀρνακίς f. (for *ἀρνο νακίς) ‘schaffell”, νακύ(δ)ριον δέρμα Hes.; O.E. næsc “weiches leather as e.g. Hirschleder”… … Proto-Indo-European etymological dictionary