νάκη

νάκη

νάκη, , wolliges Fell, Vließ, bes. der Ziege, Od. 14, 530, u. des Schaafes, vgl. das bes. bei Sp. gebräuchlichere νάκος; E. M. unterscheidet νάκη als Ziegenfell von κώδιον, Schaaffell.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νάκη — νάκη, ἡ (Α) δασύμαλλο δέρμα, ιδίως αίγας ή προβάτου, προβιά («περιεβέβληντο αἰγῶν νάκας καὶ προβάτων», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τής ίδιας πιθ. ετυμολ. οικογένειας με το αγγλοσαξ. noesc «μαλακό δέρμα» και το αρχ. πρωσ. nognan «δέρμα» από… …   Dictionary of Greek

  • νάκη — woolly fem nom/voc sg (attic epic ionic) νάκος fleece neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νάκος fleece neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάκῃ — νάκη woolly fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάκην — νάκη woolly fem acc sg (attic epic ionic) νάκος fleece neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάκης — νάκη woolly fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NACCAE — Varroni, Festo et Paulo vulgo Fullones dicti, quod omnia fere opera ex lana, nacae dicantur a Graecis. Νάκη enim et νάκος, pro caprae pelle, palam usurpatur Homero Odyss. ξ. v. 530. et Theocrito Idyll. 5. pro ovillo vellere, Simonidi. Quô quidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τὠκινάκη — ἀκῑνάκη , ἀκινάκης short straight sword neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκῑνάκη , ἀκινάκης short straight sword nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκῑνάκη , ἀκινάκης short straight sword masc/fem acc sg (attic epic doric) ἀκῑνάκη ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάκος — νάκος, τὸ (Α) νάκη, δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νάκη] …   Dictionary of Greek

  • νάκας — νάκᾱς , νάκη woolly fem acc pl νάκᾱς , νάκη woolly fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάκη — ἀ̱νάκη , ἀνάζω plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱νάκη , ἀνάζω plup ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρνακίς — ἀρνακίς ( ίδος), η (Α) η προβιά, η κάπα από δέρμα αρνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. με συλλαβική ανομοίωση < *αρνόνακος < αρνο (< αρήν, αρνός) + νάκη «δέρμα, προβιά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”