- βάκχαρις
βάκχαρις, s. βάκκαρις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάκχαρις, s. βάκκαρις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάκχαρις — (baccharis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Είναι φυτά φυλλοβόλα ή αείφυλλα, με αντίθετα ή επαλλάσσοντα φύλλα. Τα άνθη τους σχηματίζουν μικρά κεφάλια. Καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για… … Dictionary of Greek
κυσοβάκχαρις — κυσοβάκχαρις, ιδος, ὁ (Α) αυτός που μυρίζει τον κυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + βάκχαρις] … Dictionary of Greek