βάκχυλος, ὁ, = ἄρτος σποδίτης, bei den Eleern, nach Ath. III, 111 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάκχυλος — bread baked in hot ashes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχυλον — βάκχυλος bread baked in hot ashes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)