- μάκρ-οψις
μάκρ-οψις, mit langem Gesicht, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάκρ-οψις, mit langem Gesicht, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάκροψις — μάκροψις, εως, ὁ, ἡ (ΑM) αυτός που έχει μακριά όψη, μακρύ πρόσωπο, μακροπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ὄψις (πρβλ. μίκροψις)] … Dictionary of Greek
μακροψία — η ιατρ. οπτική ανωμαλία κατά την οποία τα αντικείμενα φαίνονται μεγαλύτερα από ό,τι πράγματι είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macropsia < macro (< μακρ[ο] *) + opsia (< ὄψις)] … Dictionary of Greek