μάντευμα — oracle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάντευμα — και μάντεμα, το (AM μάντευμα) [μαντεύω] η απάντηση τού μαντείου, ο χρησμός, η προφητεία («τούτῳ θεοῡ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.) … Dictionary of Greek
μαντευμάτων — μάντευμα oracle neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεύμασι — μάντευμα oracle neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεύμασιν — μάντευμα oracle neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεύματα — μάντευμα oracle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεύματι — μάντευμα oracle neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεύματος — μάντευμα oracle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεύμαθ' — μαντεύματα , μάντευμα oracle neut nom/voc/acc pl μαντεύματι , μάντευμα oracle neut dat sg μαντεύματε , μάντευμα oracle neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεύματ' — μαντεύματα , μάντευμα oracle neut nom/voc/acc pl μαντεύματι , μάντευμα oracle neut dat sg μαντεύματε , μάντευμα oracle neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДИВИНАЦИЯ — • Divinatio, 1. искусство и дар гадания, μαντική, т. е. τέχνη. Вера в способность людей предсказывать будущее посредством возбужденной божественной силы и узнавать волю богов, не пользуясь обыкновенными средствами ума, встречается во… … Реальный словарь классических древностей