ξάντρια

ξάντρια

ξάντρια, , fem. zu ξάντης, s. Valck. Diatr. p. 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξάντρια — η (Α ξάντρια) βλ. ξάντης …   Dictionary of Greek

  • ξάντης — ο, θηλ. ξάντρια (Α ξάντης, θηλ. ξάντρια) [ξαίνω] εργάτης ειδικός για την ξάνση τού ερίου, λαναράς νεοελλ. το εργαλείο τού λαναρίσματος, η λανάρα, το λανάρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Ξάντριαι τίτλος δράματος τού Αισχύλου που δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”