μάψ-αυραι

μάψ-αυραι

μάψ-αυραι, αἱ, nennt Hes. Th. 872, nachdem er die vier Hauptwinde aufgezählt hat, die andern vorübergehenden Lüfte oder Windzüge, die keinen Bestand haben, auf die man sich nicht verlassen kann; Andere wollen minder gut getrennt schreiben μὰψ αὖραι ἐπιπνείουσι ϑάλασσαν. – Lycophr. 395 sagt κομπάζοντα μαψαύρας στόβους, was der Schol. ματαίας ὔβρεις, λοιδορίας erkl., eitle, in den Wind geredete Prahlereien.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαψαύραι — μαψαῡραι, ῶν, αἱ (Α) 1. ασθενείς τοπικές πνοές ανέμου που δεν έχουν συγκεκριμένη διεύθυνση 2. φρ. «μαψαῡραι στόβοι» κενές καυχησιολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. τής οποίας α συνθετικό είναι το ρ. μάρπτω «συλλαμβάνω, πιάνω» και β… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”