μάχομαι

μάχομαι

μάχομαι, ion. μαχέομαι, u. ep. auch μαχείομαι, im part., s. oben, μαχέσκετο, Il. 7, 140; fut. μαχέσομαι, Her. 7, 209 u. Sp., wie D. Hal. 3, 58 S. Emp. adv. math. 7, 422, u. ep., wo es der Vers fordert, μαχέσσομαι oder μαχήσομαι, att. μαχοῦμαι, auch μαχεῖται, Il. 20, 26, wo es falsch als ion. praes. genommen wird; vgl. μαχέονται, 2, 366; aor. ἐμαχεσάμην, ep. des Verses wegen auch μαχέσσασϑαι oder μαχήσασϑαι, letztere Form hat Wolf überall im Hom. vorgezogen, wie im fut. μαχήσομαι; perf. μεμάχημαι, Thuc. 7, 43, Isocr. 6, 54, Lys. 7, 41; μεμάχεσμαι, zw., Xen. Cyr. 7, 1, 14; bei Apolld. u. Sp. auch der aor. ἐμαχέσϑην, vgl. Lob. zu Phryn. 732; adj. verb. μαχετέον u. μαχητέον, wie z. B. die Lesart schwankt bei Plat. Soph. 249 c; – streiten, kämpfen, bes. im Kriege, in der Schlacht, gegen Einen, mit einem Gegner, Hom. und Folgde überall, gew. τινί, z. B. ἀνδράσι παυροτέροισι, Il. 2, 121; οὔτ' ἄρα Τρωσίν, ἀλλὰ σοὶ μαχούμεϑα, Soph. Phil. 1237; El. 1363; Her. u. sonsi in Prosa; μυρίοι ἑκάστοτέ σοι μάχονται, Plat. Theaet. 170 d; ὃς ἂν μάχηται τοῖς πολεμίοις, Lach. 191 a; οἴει γὰρ σοὶ μαχεῖσϑαι τὸν ἀδελφόν, Xen. An. 1, 7, 9. – Auch ἀντία, ἐναντίον τινός, gegen Einen, Il. 20, 88. 97; – ἐπί τινι, Il. 5, 124. 244. 20, 26; – πρός τινα, Il. 17, 98. 471, vgl. βιάζῃ καὶ πρὸς ἡνίας μάχῃ Aesch. Prom. 1012; Plat. Legg. XI, 919 b; πρὸς ἐπι ϑυμίας, Lach. 191 d; – μετ' ἀλλήλων, Plat. Conv. 178 e; – περί τινος, um Etwas kämpfen, Aesch. Suppl. 721; Her. u. sonst in Prosa, wie Plat. Rep. III, 407 a; auch ἐπεχείρει περὶ αὐτὰ μάχεσϑαι, ib. I, 342 d; und περί τινι, Il. 16, 568 Od. 2, 245, wie ἀμφί τινι, Il. 3, 70. 16, 565; – εἵνεκά τινος, Il. 2, 377; – π ρό τινος, eigtl. wie πρόσϑε vom Orte, vor Jem. kämpfen, aber auch für ihn, zu seinem Schutze, Il. 4, 156. 8, 57; ὑπέρ τινος, zu Jem. Besten, Plat. Menex. 239 b; – σύν τινι, unter Jemandes Beistand, bes. σὺν ϑεοῖς, unter der Götter Schutz kämpfen, Od. 13, 390, u. in Prosa; – μετὰ πρώτοισι u. ἐν πρώτοισι μάχεσϑαι, unter den Vordersten kämpfen, Il. 5, 575; μετὰ Βοιωτῶν, mit den Böotern verbündet, 13, 700. – Die Waffe, womit man kämpft, steht oft im dat. dabei, τόξοις, πελέκεσσι, u. ä., auch χείρεσσι. – Hom. sagt es auch von Thieren, von Hunden, Od. 20, 15, von Löwen, Il. 20, 171. Auch vom Zweikampfe zwischen einzelnen Streitern, Il. 3, 91. 435. 19, 153, zwischen einem Menschen u. einem Thiere, 15, 633, zwischen zwei Thieren, 16, 824; vom Wettkampfe, πὺξ μ., 23, 621, wie παγκράτιον μ., Ar. Vesp. 1191; sich mit Einem messen, es mit ihm aufnehmen, Il. 1, 272 Od. 17, 31; wetteifern, c. inf., Arist. H. A. 5, 19. – Allgemeiner, zanken, streiten, Il. 1, 8. 6, 329, ἐπέεσσι, mit Worten streiten, 1, 304. 2, 377. Daher auch = Einem widerstreiten, widersprechen, als Feind, τινί, Il. 5, 875. 9, 32; τρία ὁμολογήματα μάχεται αὐτὰ αὑτοῖς ἐν τῇ ψυχῇ, Plat. Theaet. 155 b; ἐν τοῖς λόγοις, Crat. 430 b; Einem Vorwürfe machen, Il. 13, 118.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάχομαι — βλ. πίν. 32 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μάχομαι — fight pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — 1. δίνω μάχη, πολεμώ, συγκρούομαι: Οι στρατιώτες μάχονταν για την ελευθερία της πατρίδας. 2. μτφ., αγωνίζομαι σκληρά, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια: Μάχεται για την προάσπιση των συμφερόντων της οικογένειάς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαχεῖσθε — μάχομαι fight fut ind mid 2nd pl (attic epic ionic) μάχομαι fight pres imperat mp 2nd pl (attic epic ionic) μάχομαι fight pres opt mp 2nd pl (epic ionic) μάχομαι fight pres ind mp 2nd pl (attic epic ionic) μάχομαι fight imperf ind mp 2nd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχουμένων — μάχομαι fight fut part mid fem gen pl (attic epic doric ionic) μάχομαι fight fut part mid masc/neut gen pl (attic epic doric ionic) μάχομαι fight pres part mp fem gen pl (attic epic doric ionic) μάχομαι fight pres part mp masc/neut gen pl (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχούμενον — μάχομαι fight fut part mid masc acc sg (attic epic doric ionic) μάχομαι fight fut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic) μάχομαι fight pres part mp masc acc sg (attic epic doric ionic) μάχομαι fight pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχεσθον — μάχομαι fight pres imperat mp 2nd dual μάχομαι fight pres ind mp 3rd dual μάχομαι fight pres ind mp 2nd dual μάχομαι fight imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχοίατο — μάχομαι fight fut opt mid 3rd pl (attic epic ionic) μάχομαι fight pres opt mp 3rd pl (epic ionic) μάχομαι fight pres opt mp 3rd pl (epic ionic) μαχάω wish to fight pres opt mp 3rd pl (epic ionic) συμμαχέω to be an ally pres opt mp 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχοίμεθα — μάχομαι fight fut opt mid 1st pl (attic epic doric ionic) μάχομαι fight pres opt mp 1st pl (attic epic doric ionic) μάχομαι fight pres opt mp 1st pl μαχάω wish to fight pres opt mp 1st pl (attic epic doric ionic) συμμαχέω to be an ally pres opt… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχοίμην — μάχομαι fight fut opt mid 1st sg (attic epic doric ionic) μάχομαι fight pres opt mp 1st sg (attic epic doric ionic) μάχομαι fight pres opt mp 1st sg μαχάω wish to fight pres opt mp 1st sg (attic epic doric ionic) συμμαχέω to be an ally pres opt… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”