μάτος

μάτος

μάτος, τό, das Suchen, Forschen, Untersuchen, Hippocr. bei Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάτος — μάτος, ό, ἡ (Α) ζήτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από ματεύω*] …   Dictionary of Greek

  • μάτος — search neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάτει — μάτος search neut nom/voc/acc dual (attic epic) μάτεϊ , μάτος search neut dat sg (epic ionic) μάτος search neut dat sg ματάω to be idle pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) ματάω to be idle imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ματέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροστήριγμα — ( ματος), το 1. το άκρο στο οποίο στηρίζεται κάποιος 2. το άκρο τού στηρίγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + στήριγμα] …   Dictionary of Greek

  • αορτεύρυσμα — ( ματος), το ανεύρυσμα* της αορτής …   Dictionary of Greek

  • μάτιος — μάτος search neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάματος — η, ο (για χιόνι ή βροχή ή καπνό) αυτός που πέφτει κατευθείαν στα μάτια («κατάματο έπεφτε πάνω μας το χαλάζι»). επίρρ... κατάματα μέσα στα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ματος (< μάτι), πρβλ. γλυκό ματος, μονό ματος] …   Dictionary of Greek

  • κοντόματος — η, ο μύωπας, κοντόφθαλμος, κοντόθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ματος (< μάτι), πρβλ. γλυκό ματος, μονό ματος] …   Dictionary of Greek

  • λυπόματος — λυπόματος, ον (Μ) αυτός που έχει θλιμμένα, λυπημένα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + ματος (< μάτι), πρβλ. γλυχό ματος, πονό ματος] …   Dictionary of Greek

  • αυτόματος — η, ο (AM ος, ον) 1. αυτός που κινείται, συμβαίνει ή λειτουργεί χωρίς εξωτερική επίδραση 2. αυτός που κινείται ή ενεργεί με καθαρά μηχανικά μέσα νεοελλ. 1. (για ανθρώπινες λειτουργίες) αυτός που συντελείται χωρίς την παρέμβαση της θέλησης,… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”