βάτης

βάτης

βάτης, , der Bespringer, Beschäler, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βάτης — one that treads masc nom sg βατέω cover imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

  • βατῆς — βατέω cover pres ind act 2nd sg (doric) βατός passable fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης — λαλο βαρυ παρα μελο ρυθμο βάτης, δωρ. ας, ὁ (Α) (κωμ. λ.) αυτός που μιλά φλύαρα και παράφωνα, χωρίς ρυθμό και μέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Επ ευκαιρία σύνθετο» τής κωμικής γλώσσας πλασμένο από την παράταξη τών λ. λάλος + βαρύς + παρά + μέλος + ρυθμός + βάτης …   Dictionary of Greek

  • βατᾶν — βάτης one that treads masc gen pl (doric aeolic) βατός passable masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατῶν — βάτης one that treads masc gen pl βατέω cover pres part act masc nom sg (attic epic doric) βατός passable fem gen pl βατός passable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτη — βάτης one that treads masc voc sg βατέω cover pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βατέω cover imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτην — βάτης one that treads masc acc sg (attic epic ionic) βαίνω walk aor ind act 3rd dual (epic) βαίνω walk aor ind act 3rd dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτου — βάτης one that treads masc gen sg βάτον blackberry neut gen sg βάτος 1 bramble fem gen sg βάτος 2 fish masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτω — βάτης one that treads masc gen sg (attic epic ionic) βάτον blackberry neut nom/voc/acc dual βάτον blackberry neut gen sg (doric aeolic) βάτος 1 bramble fem nom/voc/acc dual βάτος 1 bramble fem gen sg (doric aeolic) βάτος 2 fish masc nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”