- ξάσμα
ξάσμα, τό, die gekrempelte (ξαίνω) Wolle, Soph. frg. 915 bei Poll. 7, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξάσμα, τό, die gekrempelte (ξαίνω) Wolle, Soph. frg. 915 bei Poll. 7, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξάσμα — carded wool neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάσμα — το (Α ξάσμα, ατος) ξασμένο μαλλί νεοελλ. η ποσότητα λαναρισμένου κανναθιού την οποία έχει εκάστοτε στη ζώνη του ο σχοινοπλόκος για να πλέξει το σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ τού ξαίνω (πρβλ. παρακμ. ἔ ξασ μαι) + κατάλ. μα (πρβλ. ύφασ μα)] … Dictionary of Greek
ξάσμα — το, ατος μαλλί ξασμένο, λαναρισμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγραίνω — (για μαλλί ή βαμβάκι) ξαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γραίνω «ανοίγω με τα δάχτυλα το πυκνό μπλεγμένο μαλλί για να γίνει ευκολότερο το ξάσμα»] … Dictionary of Greek
ξάμμα — το (Α ξάμμα) [ξαίνω] ξάσμα, ξασμένο μαλλί … Dictionary of Greek
ξάσιμο — το η ξάνση, το λανάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ τού ξαίνω (πρβλ. ξάσμα) + κατάλ. (σ)ιμο (πρβλ. γνέσ ιμο, κλώσ ιμο)] … Dictionary of Greek
kes- (*ĝhes-) — kes (*ĝhes ) English meaning: to scratch, itch Deutsche Übersetzung: “kratzen, kämmen” Material: Gk. κεσκέον (zur form κεσκίον s. Boisacq) “ oakum “ (*kes kes ); M.Ir. cīr f. “comb” (*kēs rü); O.N. haddr m. “Kopfhaar the Frau”… … Proto-Indo-European etymological dictionary