μάσταξ

μάσταξ

μάσταξ, ακος, ἡ, der Mund (mit dem man kau't, μασάομαι), VLL. erkl. στόμα; Ὀδυσεὺς ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν, Od. 4, 287, hielt den Mund zu, ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν, 23, 76. – Auch ein Mundvoll Speise, vom Vogel, der seinen Jungen Nahrung im Schnabel zuträgt, ὡς δ' ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσιν μάστακ' ἐπεί κε λάβῃσιν, Il. 9, 324; od. nach anderen alten Erkl. μάστακι, mit dem Schnabel, vgl. Spitzner zur Stelle, u. Theocr. 14, 39, der offenbar Hom. nachahmte; Hesych. erkl. τὴν μεμασσημένην τροφήν. –In der Bdtg Mund auch bei sp. D., Agath. 6. 8 (V, 285. 294). – Bei den Späteren die Oberlippe u. der auf derselben wachsende Schnurrbart od. Schnauzbart, dorisch μύσταξ, w. m. s. – Auch eine Heuschreckenart, weil sie Alles verzehrt, Soph. frg. 642 bei Phot., Nic. Th. 802.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάσταξ — μάσταξ, ακος, ἡ (Α) 1. αυτό με το οποίο μασάει κανείς, στόμα, γνάθοι, σαγόνια («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν» έφραζε το στόμα με τα χέρια, Ομ. Οδ.) 2. μουστάκι 3. μπουκιά, μάσημα, μασημένη τροφή («ὡς δ ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακ , ἐπεί… …   Dictionary of Greek

  • μάσταξ — that with which one chews fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακα — μάσταξ that with which one chews fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακας — μάσταξ that with which one chews fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακες — μάσταξ that with which one chews fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακι — μάσταξ that with which one chews fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακος — μάσταξ that with which one chews fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακ' — μάστακα , μάσταξ that with which one chews fem acc sg μάστακι , μάσταξ that with which one chews fem dat sg μάστακε , μάσταξ that with which one chews fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Stachelaale — Mastacembelus armatus Systematik Ctenosquamata Acanthomorpha …   Deutsch Wikipedia

  • μαστάζω — (Α) μασώ, τρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάσταξ «στόμα, σαγόνι» (πρβλ. βαστάζω, κλαστάζω)] …   Dictionary of Greek

  • μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”