- μάστειρα
μάστειρα, ἡ, fem. zu μαστήρ, die Aufspürerinn, Aesch. Suppl. 154. 168.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάστειρα, ἡ, fem. zu μαστήρ, die Aufspürerinn, Aesch. Suppl. 154. 168.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάστειρα — μάστειρα, ἡ (Α) αυτή που ζητά εκδίκηση («μῆνις μάστειρ ἐκ θεῶν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού μαστήρ*] … Dictionary of Greek
μάστειρα — demanding vengeance fem nom/voc sg μαστήρ seeker fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστείρας — μαστείρᾱς , μάστειρα demanding vengeance fem acc pl μαστείρᾱς , μάστειρα demanding vengeance fem gen sg (attic doric aeolic) μαστείρᾱς , μαστήρ seeker fem acc pl μαστείρᾱς , μαστήρ seeker fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστειρ' — μάστειρα , μάστειρα demanding vengeance fem nom/voc sg μάστειραι , μάστειρα demanding vengeance fem nom/voc pl μάστειρα , μαστήρ seeker fem nom/voc sg μάστειραι , μαστήρ seeker fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστειραν — μάστειρα demanding vengeance fem acc sg μαστήρ seeker fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιγωτικός — ή, ό (Α μαστιγωτικός, ή, όν) αυτός που έχει χαρακτήρα μαστίγωσης («η κριτική τών βουλευτών ήταν μαστιγωτική για τους υπευθύνους») αρχ. (το θηλ. ως γλώσσα τού μάστειρα) αυτή που ζητεί εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστιγώνω + κατάλ. ικός (πρβλ. ανανεωτ… … Dictionary of Greek
Καβύλη — I Αρχαία πόλη της βόρειας Θράκης, στους πρόποδες του Αίμου. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ήταν χτισμένη στις όχθες του Στρυμόνα, κοντά στην Αμφίπολη. Άλλοι όμως την τοποθετούν σε μια περιοχή περίπου 20 χλμ. Α της Αδριανούπολης, στο… … Dictionary of Greek