- βάσσων
βάσσων, ον, dor. compar. von βαϑύς, Epicharm. bei Suid. u. Hdn. περὶ μον. λ. p. 37, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάσσων, ον, dor. compar. von βαϑύς, Epicharm. bei Suid. u. Hdn. περὶ μον. λ. p. 37, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάσσων — baggage train masc/fem nom sg βάζω speak fut part act masc nom sg (epic) βαθύς deep masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσσον — βάσσων baggage train masc/fem voc sg βάσσων baggage train neut nom/voc/acc sg βάζω speak aor imperat act 2nd sg βάζω speak fut part act masc voc sg (epic) βάζω speak fut part act neut nom/voc/acc sg (epic) βαθύς deep masc/fem voc comp sg βαθύς… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Καρπάθου και Κάσου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Απέριο Καρπάθου. Εξαρτάται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 20 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 17 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση… … Dictionary of Greek
κορινθιακός ρυθμός — Ο τρίτος και μεταγενέστερος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, μετά από τον δωρικό και τον ιωνικό. Συνιστά παραλλαγή του ιωνικού, από τον οποίο διαφέρει μόνο στη μορφή του κιονόκρανου. Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο … Dictionary of Greek