- μάραον
μάραον, τό, od. μάραος, ὁ, = πίτταξυς, Eust. Odyss. 10 p. 1657.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάραον, τό, od. μάραος, ὁ, = πίτταξυς, Eust. Odyss. 10 p. 1657.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάραον — μάραον, τὸ, ή μάραος, ὁ (Α) ο καρπός τής κρανιάς, η πίτταξις* … Dictionary of Greek
μάραον — neut nom/voc/acc sg μάραος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρόνι — και μαρόν, το κάστανο, συνήθως ζαχαρόπηκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. ιταλ. marrone πιθ. < μάραον «καρπός τής κρανιάς»] … Dictionary of Greek