νάρδος — spikenard fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάρδος — Πολυετές φυτό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ελλάδα, σε ορεινές και αλπικές βοσκές. Η επιστημονική ονομασία του είναι νάρδος ο σφικτός. Αποκτά τη μορφή πυκνής χαμηλής πρασινόγκριζας τούφας, από την… … Dictionary of Greek
νάρδοι — νάρδος spikenard fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάρδους — νάρδος spikenard fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NARDUS — Νάρδος, ex Hebr. Gap desc: Hebrew genus herbae odoratissimae, Cantic. c. 4. v. 14. et alibi. Nardus pistica, Ioh. c. 12. v. 3. et Marci c. 14. v. 3. νάρδου πιςτικῆς. Vulgata vertit, Nardi spicati. Beza, liquidae, παρὰ τὸ πιεῖν, quasi potabilem… … Hofmann J. Lexicon universale
θυλακίτης — θυλακίτης, ὁ, θηλ. θυλακῑτις (Α) [θύλακος] (μόνο στο θηλ.) φρ. α) «θυλακῑτις μήκων» η κοινή παπαρούνα β) «θυλακῑτις νάρδος» η άγρια νάρδος … Dictionary of Greek
νάρδιον — νάρδιον, τὸ (Α) [νάρδος] 1. το φυτό νάρδος 2. δοχείο αλοιφής … Dictionary of Greek
νάρδο — το (Α νάρδον) το αρωματικό φυτό νάρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
ναρδίζω — (Α) [νάρδος] είμαι όμοιος με το φυτό νάρδος ή έχω οσμή νάρδου … Dictionary of Greek
ναρδίτις — ναρδῑτις, ἡ (Α) φρ. «ναρδῑτις βοτάνη» κατώτερης ποιότητας ποικιλία τού φυτού νάρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού λαδιού» + επίθημα ῖτις (πρβλ. θαμν ίτις, μηκων ίτις)] … Dictionary of Greek
ναρδεργάτης — ναρδεργάτης, ὁ (Μ) αυτός που κατασκευάζει λάδι από το φυτό νάρδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού λαδιού» + ἐργάτης] … Dictionary of Greek