μάρμαρ

μάρμαρ

μάρμαρ, erkl. Hesych. στερεόν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάρμαρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στερεόν» …   Dictionary of Greek

  • -άδικο — κατάλ. ουσιαστικών που δηλώνουν επαγγελματικό χώρο, κατάστημα, π.χ. γαλατ άδικο, βενζιν άδικο, τσαγγαρ άδικο, μαρμαρ άδικο κ.ά. Είναι επεκτεταμένη μορφή τής καταλήξεως ικο από την κατάλ. τού πληθ. άδες (Ι) τών ουσ. σε ας, π.χ. γαλατάς γαλατάδες,… …   Dictionary of Greek

  • μαργάρεος — μαργάρεος, ὁ (Α) ο μαργαρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάργαρος + επίθημα εος (πρβλ. μαρμάρ εος)] …   Dictionary of Greek

  • μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρυγή — η (AM μαρμαρυγή) λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία («λάμπει δ ὑπὸ μαρμαρυγαῑς ὁ χρυσός», Βακχυλ.) νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διαδοχή τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών τού… …   Dictionary of Greek

  • μνημόνειος — και μνημόνιος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αποβλέπει στη μνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμων, ονος + κατάλ. ειος (πρβλ. μαρμάρ ειος)] …   Dictionary of Greek

  • πορφύρω — Α 1. (για τη θάλασσα) φουσκώνω, αναταράζομαι υπόκωφα, χωρίς να σπάνε τα κύματα (α. «ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ», Ομ. Ιλ. β. «ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει», Άρατ. γ. «δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για… …   Dictionary of Greek

  • πουπουλένιος — α, ο, Ν 1. αυτός που είναι γεμάτος με πούπουλα («πουπουλένιο μαξιλάρι») 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πούπουλα 3. μτφ. πάρα πολύ ελαφρός και μαλακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούπουλο + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • σαγιακένιος — και σαγιακήσιος, α, ο, Ν κατασκευασμένος από σαγιάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγιάκι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • σαγρένιος — α, ο, Ν φτειαγμένος από σαγρέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγρέ + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • σαζένιος — α, ο, Ν ο φτιαγμένος με σάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάζι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”