παρ-εξ-ετάζω

παρ-εξ-ετάζω

παρ-εξ-ετάζω, Eins neben das Andere stellen, damit zusammenhalten, bes. um zu vergleichen; τινὰ παρά τινα, Dem. 24, 132; und τί τινι, Sp. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετάζω — (ΑΜ ἐτάζω) (συνηθέστ. εν συνθέσει) ερευνώ, εξετάζω, αναζητώ («ἐτάζειν τοὺς ἀδικέοντας», Δημόκρ.) το ρήμα σύνηθες στους Ο: «σὺ εἶ ὁ ἑτάζων καρδίας», Α Παραλειπομένων αρχ. μσν. υποβάλλω σε δοκιμασίες, βασανίζω, τυραννώ («ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ… …   Dictionary of Greek

  • παρετάζω — Α 1. (Κατά τον Ησύχ.) εξετάζω κάτι συγκρίνοντας το με κάτι άλλο, παραβάλλω 2. θεωρώ κάτι ως αποδεκτό, επιδοκιμάζω 3. μέσ. παρετάζομαι πετυχαίνω τη συγκατάθεση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐτάζω «εξετάζω, ερευνώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”