βάπτισις

βάπτισις

βάπτισις, , das Eintauchen, Baden, Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βάπτισις — dipping fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτίσει — βάπτισις dipping fem nom/voc/acc dual (attic epic) βαπτίσεϊ , βάπτισις dipping fem dat sg (epic) βάπτισις dipping fem dat sg (attic ionic) βαπτίζω dip aor subj act 3rd sg (epic) βαπτίζω dip fut ind mid 2nd sg βαπτίζω dip fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτίσεις — βάπτισις dipping fem nom/voc pl (attic epic) βάπτισις dipping fem nom/acc pl (attic) βαπτίζω dip aor subj act 2nd sg (epic) βαπτίζω dip fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτίζω — βάπτισις, βάπτισμα κ.λπ. βλ. βαφτίζω, βάφτιση κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • βάπτισιν — βάπτισις dipping fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάφτιση — η (AM βάπτισις) το μυστήριο του βαπτίσματος νεοελλ. 1. η χάρη του Αγίου Πνεύματος που δίνεται με το βάφτισμα 2. το νερό της κολυμπήθρας 3. το μύρο που χρησιμοποιείται για το Χρίσμα 4. το γλέντι που ακολουθεί μετά τη βάφτιση, τα βαφτίσια 5. η… …   Dictionary of Greek

  • βαφτίζω — (AM βαπτίζω) 1. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος 2. βυθίζω σε νερό ή άλλο υγρό («βάφτισε ο παπάς τον σταυρό στη λεκάνη», «ὁ διάβολος βαπτίσας τὸν ἀκροατήν ὕπνῳ») μσν. νεοελλ. 1.βαφτίζω κάποιον ως ανάδοχος («αναδέχομαι εκ της… …   Dictionary of Greek

  • βαφτισιμιός — ο (θηλ. βαφτισιμιά, η) ο αναδεκτός, εκείνος τον οποίο «ανεδέχθη εκ της κολυμβήθρας» ο ανάδοχος κατά το βάφτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. *βαπτισιμαίος < βαπτίσιμος + (κατάλ.) αίος < βάπτισις (πρβλ. αναδεξιμιός, γεννησιμιός)] …   Dictionary of Greek

  • βαπτίσεως — βαπτίσεω̆ς , βάπτισις dipping fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτίσῃ — βαπτίσηι , βάπτισις dipping fem dat sg (epic) βαπτίζω dip aor subj mid 2nd sg βαπτίζω dip aor subj act 3rd sg βαπτίζω dip fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”