- βλῆτο
βλῆτο, s. βάλλω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλῆτο, s. βάλλω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλῆτο — βάλλω throw aor ind pass 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλίγδην — ἐπιλίγδην (Α) επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα τού ώμου, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»] … Dictionary of Greek
λεπουντιά — η βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Atriplex hortensis τού γένους ατρίπλεξ, αλλ. βλήτο … Dictionary of Greek
χερμάδιον — τὸ, Α 1. μεγάλη πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου, λίθος για βολή (α. «χερμαδίῳ... βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ. β. «ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν βάλλον», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «χερμαδίῳ χειροπληθεῑ λίθῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Η… … Dictionary of Greek