- βλήδην
βλήδην, wurfweis, werfend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλήδην, wurfweis, werfend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλήδην — by throwing indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβλήδην — ἐπιβλήδην (Α) επίρρ. με σφυρηλάτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλήδην «με εκτόξευση»] … Dictionary of Greek
παραβλήδην — Α επίρρ. 1. με πλάγιο, ειρωνικό ή σκωπτικό βλέμμα και, γενικά, με πλάγιο τρόπο ή με κακία («ἐπειρᾱτο... ἐρεθιζέμεν Ἥρην κερτομίοις ἐπέεσσι, παραβλήδην ἀγορεύων», Ομ. Ιλ.) 2. για αντίρρηση ή για απάντηση 3. παράλληλα 4. με παραβολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek