βλής

βλής

βλής, ητός, geworfen, poet., Schol. Il. 23, 254, häufiger in Compp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταβλής — καταβλής, ῆτος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μοχλός τής πόρτας, μάνταλο, σύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βλής (βλής < θ. βλη , πρβλ. ἐ βλή θην, αόρ. τού βάλλω), πρβλ. παρα βλής, συμ βλής] …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβλής — κεραυνοβλής, ῆτος, ὁ, ἡ (Α) κεραυνόβλητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βλής (< βάλλω), πρβλ. αστερ βλής, λιθο βλής] …   Dictionary of Greek

  • παραβλής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α παράφρονας, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλής (< βλής < θ. βλη , πρβλ. ἐ βλή θην παθ. αόρ. τού βάλλω), πρβλ. κατα βλής] …   Dictionary of Greek

  • προβλήτα — η / προβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, Ν ΜΑ, τ. θηλ. προβλῆτις Α νεοελλ. 1. κάθε φυσική ή τεχνητή προεκβολή τής ξηράς η οποία εισχωρεί σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό και χρησιμεύει κυρίως για τη διευκόλυνση πλευρίσματος τών πλοίων, μόλος 2. φρ. «πλωτή προβλήτα»… …   Dictionary of Greek

  • συμβλής — ῆτος, ό, ἡ, Α (για τις Συμπληγάδες) αυτός που πέφτει επάνω στον άλλο, που συγκρούεται («ξυμβλῆτες πίπτουσιν... ἐπ ἀλλήλῃσιν ἰοῡσαι», Ορφ. Αργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βλής (βλής < θ. βλη τού βάλλω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ βλή θην), πρβλ. παρα βλής] …   Dictionary of Greek

  • πολυβλής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χτυπήσει πολλούς («πολυβλῆτα οἷον πολλοὺς βεβληκότα», Απολλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλής (< βάλλω), πρβλ. κεραυνο βλής] …   Dictionary of Greek

  • αμφίβληστρον — ἀμφίβληστρον, το (Α) 1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ 2. το δίχτυ τού ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος 3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα τού Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ …   Dictionary of Greek

  • αστροβλής — ἀστροβλής, ο, η (Α) αυτός τον οποίο έχει βαρέσει ο ήλιος, εκείνος που έπαθε ηλίαση (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βλής < (θ.) βλη , βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • επιβλής — ἐπιβλής, ο (Α) 1. αυτός που προεξέχει 2. σύρτης, μάνταλο τής πόρτας 3. διασταυρούμενο δοκάρι 4. φρ. «ἄκρον ἐπιβλῆτος» η βάλανος τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλής «πεταμένος»] …   Dictionary of Greek

  • λιθοβλής — λιθοβλής, ῆτος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που λιθοβολήθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + βλής (< θ. βλη πρβλ. ἐ βλή θην, παθ. αόρ. τού βάλλω), πρβλ. κεραυνοβλής] …   Dictionary of Greek

  • νιφοβλής — νιφοβλής, ῆτος, ό, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) νοφόβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + βλής (< θ. βλη τού βάλλω, πρβλ. βλητός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”