Βοώτης — ploughman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοώτης — ploughman masc nom sg βοωτέω plough imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοώτης — (Αστρον.). Αστερισμός στο βόρειο ημισφαίριο, γνωστός από τα αρχαία χρόνια, αφού αναφέρεται και στην Οδύσσεια. Ο Ησίοδος στο Έργα και Ημέραι ονομάζει τον Β. «Αρκτοφύλακα». Άλλη ονομασία του αστερισμού είναι Ικάριος. Οι κυριότεροι αστέρες του Β.… … Dictionary of Greek
Βοῶτα — Βοώτης ploughman masc voc sg Βοώτης ploughman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοῶτα — βοώτης ploughman masc voc sg βοώτης ploughman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοωτέων — Βοώτης ploughman masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοωτέων — βοώτης ploughman masc gen pl (epic ionic) βοωτέω plough pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοωτῶν — Βοώτης ploughman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοωτῶν — βοώτης ploughman masc gen pl βοωτέω plough pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοώτην — Βοώτης ploughman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοώτου — Βοώτης ploughman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)