- μηνῡτικός
μηνῡτικός, anzeigend, S. Emp. adv. eth. 245; verrätherisch, D. Cass. 78, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηνῡτικός, anzeigend, S. Emp. adv. eth. 245; verrätherisch, D. Cass. 78, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηνυτικός — και δωρ. τ. μανυτικός, ή, όν (Α) [μηνύω] 1. αυτός που περιέχει πληροφορίες εις βάρος κάποιου, ενοχοποιητικός 2. δηλωτικός, εκφραστικός. επίρρ... μηνυτικῶς / (ΑΜ) με μηνυτικό τρόπο … Dictionary of Greek
μηνυτικός — containing information masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνυτικά — μηνυτικός containing information neut nom/voc/acc pl μηνυτικά̱ , μηνυτικός containing information fem nom/voc/acc dual μηνυτικά̱ , μηνυτικός containing information fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνυτικῶν — μηνυτικός containing information fem gen pl μηνυτικός containing information masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνυτικόν — μηνυτικός containing information masc acc sg μηνυτικός containing information neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνυτικαί — μηνυτικός containing information fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνυτικούς — μηνυτικός containing information masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνυτική — μηνυτικός containing information fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνυτικήν — μηνυτικός containing information fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανυτικός — μανυτικός, ή, όν (Α) (δωρ. τ.) βλ. μηνυτικός … Dictionary of Greek
μηνυτικάς — μηνυτικά̱ς , μηνυτικός containing information fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)