- μον-ῳδός
μον-ῳδός, allein, einzeln singend, Sp.; auch wer im Drama eine einzige Person redend einführt, wie Lycophr. in seiner Cassandra.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μον-ῳδός, allein, einzeln singend, Sp.; auch wer im Drama eine einzige Person redend einführt, wie Lycophr. in seiner Cassandra.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρωδός — όν, Α 1. αυτός που παραβαίνει τους κανόνες τού άσματος, που κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς («λόγους κοὐκέτι... παρῳδοῑς αἰνίγμασι», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρῳδός α) ο ποιητής παρωδιών β) εκείνος που απαγγέλλει παρωδίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) *… … Dictionary of Greek
μονωδός — ό (ΑΜ μονῳδός, όν) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μονωδός αυτός που άδει μονωδία, που τραγουδάει μόνος, όχι «εν χορώ», χωρίς να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας μσν. το αρσ. ως ουσ. ποιητής δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο πρόσωπο. επίρρ … Dictionary of Greek
τετραωδία — η, Ν ωδική σύνθεση η οποία εκτελείται από τέσσερεις διαφορετικές φωνές, αλλ. τετραφωνία, κν. κουαρτέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ωδία (< ωδός < ωδή), πρβλ. μον ωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek