- μον-ᾱθλία
μον-ᾱθλία, ἡ, = μονομαχία, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μον-ᾱθλία, ἡ, = μονομαχία, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοναθλία — μοναθλία, ἡ (Μ) μονομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + αθλία (< αθλος < ἄθλος), πρβλ. πεντ αθλία] … Dictionary of Greek