μον-ήμερος

μον-ήμερος

μον-ήμερος, eintägig, nur einen Tag dauernd, ζῷον, Ael. N. A. 5, 43. S. μονοήμερος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονομερίδα — η μικρό δηλητηριώδες φίδι, τού οποίου το δάγκωμα είναι θανατηφόρο, δηλαδή το φίδι μιας μέρας, που η δραστικότητα τού δηλητηρίου του δεν έχει αμβλυνθεί από την επίδραση τών ηλιακών ακτίνων («οχιά και μονομερίδα να σέ φάει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”