μον-ήρης

μον-ήρης

μον-ήρης, ες, einfach; ναῦς, mit einer Reihe Ruderbänke, Poll. 1, 82, Suid.; allein, einsam, von Thieren, Arist. bei Ath. VII, 301 c 321 e; dah. unverheirathet, καὶ ἰδιαστής, D. L. 1, 25; ἀκτίς, Nic. Al. 400, nur ein Tag.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • λυσσήρης — λυσσήρης, ῆρες (Α) λυσσαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + επίθημα ήρης* (πρβλ. λευκ ήρης, μον ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • πενθήρης — ῆρες, Α ο πλήρης πένθους, θρηνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. ήρης* (Ι) (πρβλ. μον ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • μονήρης — ες (ΑΜ μονήρης, ῆρες) 1. αυτός που ζει μόνος του, αυτός που ζει απομονωμένος από τους άλλους, απόκοσμος, μοναχικός, έρημος 2. (για λέξεις) αυτή που απαντά μόνο μια φορά ή αυτή που δεν σχηματίζει παράγωγα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”