- μονώτης
μονώτης, ὁ, der ganz allein steht, vereinsamt; Arist. Eth. 1, 7, 6, vgl. 8, 16; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονώτης, ὁ, der ganz allein steht, vereinsamt; Arist. Eth. 1, 7, 6, vgl. 8, 16; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονώτης — μονώτης, ό, θηλ. μονῶτις, ιδος (Α) [μονώ] μονήρης, απομονωμένος, μοναχικός … Dictionary of Greek
μονώτης — solitary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονωτής — ο (φυσ. τεχνολ.) σώμα ή ουσία τού οποίου η ηλεκτρική ή η θερμική αγωγιμότητα είναι μηδενική ή πολύ μικρή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μονωτής (< μονώνω) είναι απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. isolant] … Dictionary of Greek
μονώταις — μονώτης solitary masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονώτῃ — μονώτης solitary masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
μονώτας — μονώτᾱς , μονώτης solitary masc acc pl μονώτᾱς , μονώτης solitary masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… … Dictionary of Greek
μονώτις — μονῶτις, ιδος, ἡ (Α) βλ. μονώτης … Dictionary of Greek
φωτοαγωγιμότητα — Το φαινόμενο της φ. συνίσταται στη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος σε μη αγώγιμα υλικά (ημιαγωγοί), όταν αυτά προσβάλλονται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες είτε του ορατού φάσματος είτε του υπέρυθρου και του υπεριώδους, των ακτίνων X και των… … Dictionary of Greek
μονωτήρας — μονωτήρας, ο και μονωτής, ο σώμα κακός αγωγός του ηλεκτρισμού, που χρησιμεύει στην απομόνωση ηλεκτρικών αγωγών (καλωδίων, συσκευών κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)