- βοίδιον
βοίδιον, τό, = βοιδάριον, Ar. Ach. 1000; Sp. auch βοΐδιον, Ep. ad. 219 (IX, 713); Prosa, z. B. Dem. 3, 31; vgl. Lob. Phryn. 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοίδιον, τό, = βοιδάριον, Ar. Ach. 1000; Sp. auch βοΐδιον, Ep. ad. 219 (IX, 713); Prosa, z. B. Dem. 3, 31; vgl. Lob. Phryn. 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοιδίω — βοίδιον neut nom/voc/acc dual βοίδιον neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοιδίοιν — βοίδιον neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοιδίοις — βοίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοιδίου — βοίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοιδίων — βοίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοιδίῳ — βοίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοίδια — βοίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
βοϊδάριον — και βοΐδιον, το (Α) μικρό βόδι, μοσχαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικά του βους] … Dictionary of Greek
βόιδι — και βόδι και βούδι (AM βοΐδιον, Μ και βόδιν) βλ. βόδι … Dictionary of Greek