- μοίχαινα
μοίχαινα, ἡ, Ehebrecherinn, Tzetz. in Lyc. 1109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοίχαινα, ἡ, Ehebrecherinn, Tzetz. in Lyc. 1109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοίχαινα — μοίχαινα, ἡ (Μ) μοιχαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + κατάλ. αινα (πρβλ. θέ αινα, λύκ αινα)] … Dictionary of Greek
μοίχαιναν — μοίχαινα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… … Dictionary of Greek