βλέννα

βλέννα

βλέννα (falsch βλένα), ἡ, Schleim, Rotz, Hippocr. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βλέννα — βλέννᾱ , βλέννα mucous discharge fem nom/voc/acc dual βλέννᾱ , βλέννα mucous discharge fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέννα — η (AM βλέννα) το έκκριμα της μύτης, μύξα νεοελλ. γλοιώδης και ημιδιαφανής έκκριση των βλεννογόνων αδένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δύο ν των λέξεων βλέννα και βλέννος οφείλονται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό, εκτός άν ο τ. βλέννος θεωρηθεί ότι προήλθε από …   Dictionary of Greek

  • βλέννα — η παχύρρευστη, ημιδιαφανής ουσία που εκκρίνεται από διάφορους αδένες του σώματος: Έβηχε και η μύτη του ήταν γεμάτη βλέννες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλέννα, τραχηλική — Έκκριση που παράγεται από τον τράχηλο της μήτρας, αρκετά ορατή όταν πραγματοποιείται μια γυναικολογική εξέταση γύρω στη 14η μέρα του μηνιαίου κύκλου. Όταν δεν υπάρχει ωορρηξία, διαπιστώνονται χαρακτηριστικές αλλοιώσεις. Η εξέταση χρησιμεύει για… …   Dictionary of Greek

  • βλέννας — βλέννᾱς , βλέννα mucous discharge fem acc pl βλέννᾱς , βλέννα mucous discharge fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλένναι — βλέννα mucous discharge fem nom/voc pl βλέννᾱͅ , βλέννα mucous discharge fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλένναν — βλέννᾱν , βλέννα mucous discharge fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέννης — βλέννα mucous discharge fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλεννώδης — ες (Α βλεννώδης) [βλέννα] 1. όμοιος με βλέννα 2. ανατομικό ή παθολογοανατομικό στοιχείο που έχει τη μορφή βλέννας ή παράγει βλέννα …   Dictionary of Greek

  • μύκητας — ο (ΑΜ μύκης, ητος, κατά τον Ησύχ. γεν. και μύκου, ιων. τ. γεν. μύκεω) το μανιτάρι, δηλ., κατά τον σύγχρονο ορισμό του, το ορατό ομπρελόμορφο αναπαραγωγικό τμήμα που φέρει τα σπόρια ορισμένων ειδών τής τάξης αγαρικώδη τών βασιδιομυκήτων νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”