- βλέπησις
βλέπησις, ἡ, das Sehen, Blicken, Ar., Poll. 2, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλέπησις, ἡ, das Sehen, Blicken, Ar., Poll. 2, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλέπησις — look fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέπησιν — βλέπησις look fem acc sg βλέπω see pres subj mp 2nd sg (epic) βλέπω see pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέπηση — η (AM βλέπησις) [βλέπω] βλέμμα, ματιά μσν. νεοελλ. 1. επιτήρηση, επίβλεψη νεοελλ. 1. φρούρηση 2. προσοχή, φροντίδα μσν. θέα, όψη … Dictionary of Greek
βλεπήσεως — βλεπήσεω̆ς , βλέπησις look fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)