βοάζω, schreien, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοάζω — (Μ) κραυγάζω, φωνάζω … Dictionary of Greek
βοασμός — βοασμός, ο (Μ) [βοάζω] 1. έντονος και συνεχής θόρυβος 2. η χαρακτηριστική κραυγή του κόρακα … Dictionary of Greek