βλάστημος

βλάστημος

βλάστημος, , dasselbe, Aesch. Suppl. 313. Gedeihen, Blüthe, Spt. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βλαστημός — βλαστημός, ο (Α) [βλαστάνω] ο βλαστός …   Dictionary of Greek

  • βλάστημος — η, ο αυτός που λέει βλαστήμιες, ο υβριστικός: Απέφευγε να του μιλάς, γιατί είναι ένας βλάστημος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλάστημος — η, ο (AM βλάσφημος, ον) 1. εκείνος που βλαστημά, που βρίζει τα θεία 2. (για λόγια) απρεπής, υβριστικός αρχ. δυσοίωνος, γρουσούζικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βλαστημώ] …   Dictionary of Greek

  • βλαστημόν — βλαστημός growth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλασφημία — Η βλαστήμια· η εκδήλωση περιφρόνησης για τον Θεό και γενικότερα τα θεία (ό,τι θεωρείται ιερό για τη θρησκεία), που γίνεται δημόσια. Στην Ελλάδα τιμωρείται τόσο όταν γίνεται με δόλο (κακοβούλως) όσο και όταν γίνεται ανύποπτα, με διαφορά ως προς το …   Dictionary of Greek

  • βλάσφημος — η, ο βλ. βλάστημος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”