βλάστησις

βλάστησις

βλάστησις, , das Keimen, Wachsen, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βλάστησις — budding fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστήσει — βλάστησις budding fem nom/voc/acc dual (attic epic) βλαστήσεϊ , βλάστησις budding fem dat sg (epic) βλάστησις budding fem dat sg (attic ionic) βλαστάνω bud aor subj act 3rd sg (epic) βλαστάνω bud fut ind mid 2nd sg βλαστάνω bud fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστήσεις — βλάστησις budding fem nom/voc pl (attic epic) βλάστησις budding fem nom/acc pl (attic) βλαστάνω bud aor subj act 2nd sg (epic) βλαστάνω bud fut ind act 2nd sg βλαστάω bring forth aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) βλαστάω bring forth fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστήσεσι — βλάστησις budding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστήσεσιν — βλάστησις budding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάστησιν — βλάστησις budding fem acc sg βλαστάνω bud aor subj mp 2nd sg (epic) βλαστάνω bud aor subj act 3rd sg (epic) βλαστάω bring forth pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την …   Dictionary of Greek

  • βλαστητικός — ή, ό (AM βλαστητικός, ή, ό) [βλάστησις] ο σχετικός με τη βλάστηση νεοελλ. αυτός που εξασφαλίζει τη διατήρηση της ζωής, την αύξηση και τον πολλαπλασιασμό αρχ. εκείνος που έχει τάση για βλάστηση …   Dictionary of Greek

  • φυλλικός — ή, ό / φυλλικός, ή, όν, ΝΑ [φύλλον] νεοελλ. φρ. «φυλλικό οξύ» (βιοχ.) άλλη ονομασία τού φολικού οξέος αρχ. 1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλλωμα («βλάστησις φυλλική», Θεόφρ.) 2. όμοιος με φύλλο («φυλλικὸν σφαιρίον») 3. (το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • βλαστήσεων — βλαστήσεω̆ν , βλάστησις budding fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”