- νη-οῦχος
νη-οῦχος, Schiffe haltend, festhaltend, φύλαξ πλοίου, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νη-οῦχος, Schiffe haltend, festhaltend, φύλαξ πλοίου, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
περιπτερ(ι)ούχος — ο κάτοχος περιπτέρου: Ο περιπτερούχος είπε πως δεν κυκλοφόρησαν σήμερα εφημερίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευνούχος — και μουνούχος, ο (ΑΜ εὐνοῡχος, Μ και μουνοῡχος και ᾿ μνοῡχος, Α και ως επίθ. εὐνοῡχος, ον) 1. αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό, ο εκτομίας 2. αυτός τού οποίου έχουν αφαιρεθεί οι γεννητικοί αδένες και έχει καταστεί ανίκανος για συνουσία αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
περιπτεριούχος — και περιπτερούχος, ο, η, Ν ο κάτοχος περιπτέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίπτερο + ούχος* (< έχω). Ο τ. περιπτεριούχος αναλογικά προς τα: εκατομμυρ ι ούχος, πηδαλ ι ούχος, πολ ι ούχος κ.λπ.] … Dictionary of Greek
ευθαλειούχος — ο (για φάρμακο) αυτός που περιέχει ευθάλεια, μπελαντόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθάλεια + ούχος (< έχω), πρβλ. δικαι ούχος, κεφαλαι ούχος] … Dictionary of Greek
ηλιούχος — ἡλιοῡχος, ον (Α) αυτός που κατέχει ή κυβερνά τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + ουχος (< έχω), πρβλ. δικαι ούχος, πολι ούχος] … Dictionary of Greek
θαλασσούχος — θαλασσοῡχος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που κυριαρχεί στη θάλασσα, ο θαλασσοκράτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + ουχος (< έχω), πρβλ. πολι ούχος, ταλαντ ούχος] … Dictionary of Greek
θεμελιούχος — θεμελιοῡχος, ον (Α) 1. (επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που κρατά τα θεμέλια 2. (για λίθο) ο θεμέλιος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιο + ούχος (< έχω), πρβλ. προνομι ούχος, σακχαρ ούχος] … Dictionary of Greek
θεμιστούχος — θεμιστοῦχος, ον (Α) αυτός που τηρεί και υπερασπίζει το δίκαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι)* + ούχος (< έχω), πρβλ. δικαι ούχος, ταλαντ ούχος] … Dictionary of Greek
ιριδιούχος — ο αυτός που περιέχει ιρίδιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιρίδιο + ούχος (< ἔχω), πρβλ. σακχαρ ούχος, χλωρι ούχος] … Dictionary of Greek
ιστιούχος — ο ναυτ. σχοινί τεντωμένο κατά μήκος τού ιστού πάνω στο οποίο προσδένεται στο ιστίο, κν. βαρδαβέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. ευν ούχος, κλειδ ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek