- παρ-ειλίσσω
παρ-ειλίσσω, poet. statt παρελίσσω, Schol. Eur. Phoen. 146, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ειλίσσω, poet. statt παρελίσσω, Schol. Eur. Phoen. 146, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek