- νηλῑτής
νηλῑτής, ές, s. νηλειτής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηλῑτής, ές, s. νηλειτής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηλιτής — νηλιτής, ές (Α) αναμάρτητος, αθώος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀλίτης, παρλλ. τ. τού ἀλείτης «αμαρτωλός»] … Dictionary of Greek
νηλιτής — νηλῑτής , νηλιτής masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλιτεῖς — νηλῑτεῖς , νηλιτής masc/fem acc pl νηλῑτεῖς , νηλιτής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλείτιδες — νηλεῖτις guiltless fem nom/voc pl νηλιτής fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλιτέες — νηλῑτέες , νηλιτής masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)