- νοθᾱ-γενής
νοθᾱ-γενής, ές, dor. u. poet. = νοϑηγενής, παῖδες, Eur. Ion 599 Andr. 913; vgl. Lob. Phryn. 661.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοθᾱ-γενής, ές, dor. u. poet. = νοϑηγενής, παῖδες, Eur. Ion 599 Andr. 913; vgl. Lob. Phryn. 661.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοθαγενής — νοθᾱγενής , νοθαγενής baseborn masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)