- βολαῖος
βολαῖος, ϑύννος, ungestüm. Plut. Lucull. 1, aus einem Dichter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολαῖος, ϑύννος, ungestüm. Plut. Lucull. 1, aus einem Dichter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολαίος — βολαίος, α ον (Α) [βόλος] ορμητικός, βίαιος … Dictionary of Greek
βολαῖος — violent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολαίας — βολαί̱ᾱς , βολαῖος violent fem acc pl βολαί̱ᾱς , βολαῖος violent fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)