- νηλίπεζος
νηλίπεζος, = νηλίπους, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηλίπεζος, = νηλίπους, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηλίπεζος — νηλίπεζος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀνυπόδητος, γυμνόπους». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *νηλιπόπεζος < νήλιπος* + πεζος (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πούς) με απλολογία (πρβλ. τετράπεζα > τράπεζα) βλ. και λ. νηλίπους] … Dictionary of Greek
νηλίπεζοι — νηλίπεζος barefooted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)