- μηλάνθη
μηλάνθη, ἡ, = μηλολόνϑη, Herod. Mim. bei Stob. Flor. 78, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλάνθη, ἡ, = μηλολόνϑη, Herod. Mim. bei Stob. Flor. 78, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλάνθη — μηλάνθη, ἡ (ΑΜ) 1. το έντομο μηλολόνθη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μηλάνθη εἶδος ζῷου μικροῡ» 3. (κατά τον Ευστάθ.) «ζῷον μεῑζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῑν προσιπτάμενον» 4. άνθος μηλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλολάνθη … Dictionary of Greek
μηλάνθη — apple blossom fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλάνθαισιν — μηλάνθη apple blossom fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλάνθην — μηλάνθη apple blossom fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελάνθη — ἀμπελάνθη, η (Α) το άνθος τής αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπέλι + ἄνθη (η) πρβλ. οἰνάνθη, μηλάνθη, κ.ά.] … Dictionary of Greek
μηλάνθηισιν — μηλάνθῃσιν , μηλάνθη apple blossom fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)