- βοηθηματικός
βοηθηματικός, = βοηϑητικός, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοηθηματικός, = βοηϑητικός, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοηθηματικά — βοηθηματικός neut nom/voc/acc pl βοηθηματικά̱ , βοηθηματικός fem nom/voc/acc dual βοηθηματικά̱ , βοηθηματικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθηματικόν — βοηθηματικός masc acc sg βοηθηματικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)