- μηλο-δόκος
μηλο-δόκος, Schaafe empfangend als Opfer, Pind. P. 3, 27, Πυϑών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλο-δόκος, Schaafe empfangend als Opfer, Pind. P. 3, 27, Πυϑών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρειοδόκος — κρειοδόκος, ον (Α) φρ. «κρειοδόκος ἐσχάρη» σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο (πρβλ. κρε[ο] ) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. βου δόκος, μηλο δόκος] … Dictionary of Greek
νεκροδόκος — νεκροδόκος, ον (Α) (για τον Άδη ή για νεκρική κλίνη) αυτός που δέχεται τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ιερο δόκος, μηλο δόκος] … Dictionary of Greek
μελανδόκος — ον (Α μελανδόχος, ον) αυτός που δέχεται μέσα του μελάνη (α. «κίστην μελανδόκον», Ανθ. Παλ. β. «ἄγγος μελανδόκον», Ανθ. Παλ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελανδόκον μελανοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δοκός και δοχός (< δέχομαι), πρβλ. μηλο… … Dictionary of Greek
ξενοδόκος — ξενοδόκος, ιων. και επικ. τ. ξεινοδόκος, ὁ (Α) 1. αυτός που δέχεται και περιποιείται τους ξένους 2. μάρτυρας σε δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. μηλο δόκος] … Dictionary of Greek
πυροδόκος — ον, Α αυτός που περιέχει σιτάρι ή αυτός που αποτελείται από σιτάρι («πυροδόκος στεφάνη», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. μηλο δόκος] … Dictionary of Greek