- νοθο-γέννητος
νοθο-γέννητος, = Vorigem, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοθο-γέννητος, = Vorigem, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορνογέννητος — η, ο / πορνογέννητος, ον, ΝΜΑ αυτός που γεννήθηκε από πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + γέννητος (< γεννῶ), πρβλ. νοθο γέννητος] … Dictionary of Greek