- νοθο-γενής
νοθο-γενής, ές, unehelich, unächt geboren, wie νοϑαγενής, vgl. Lob. Phryn. 661.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοθο-γενής, ές, unehelich, unächt geboren, wie νοϑαγενής, vgl. Lob. Phryn. 661.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τουρκογενής — ές, Ν γεννημένος από Τούρκο πατέρα και χριστιανή μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. νοθο γενής] … Dictionary of Greek
ραδιογενής — ές, Ν φυσ. χαρακτηρισμός ενός νουκλιδίου ή ενός ατομικού πυρήνα, η παρουσία τού οποίου οφείλεται σε έναν ραδιενεργό μετασχηματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiogenic (< λατ. radius «ακτίνα» + γενής < γένος <… … Dictionary of Greek
σαπωγενίνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι σαπωγενίνες τάξη οργανικών ενώσεων που απαντούν σε πολλά φυτικά είδη ως παράγωγα τών στεροειδών ή τριτερπενοειδών ομάδων με την μορφή τών γλυκοζιτών τους, δηλαδή τών σαπωνινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek