- μηλο-κτόνος
μηλο-κτόνος, Schaafe tödtend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλο-κτόνος, Schaafe tödtend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεβροκτόνος — νεβροκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει νεβρό. [ΕΤΥΜΟΛ. νεβρός «ελαφάκι» + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. λυκο κτόνος, μηλο κτόνος] … Dictionary of Greek
νησσοκτόνος — και νηττοκτόνος, ον (Μ) 1. αυτός που σκοτώνει πάπιες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νησσοκτόνος είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα / νῆττα «πάπια» + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο κτόνος, ταυρο κτόνος] … Dictionary of Greek
συοκτόνος — ον, ΜΑ αυτός που φονεύει αγριόχοιρους ή χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μηλο κτόνος, χοιρο κτόνος] … Dictionary of Greek
φυλλοκτόνος — ον, Μ αυτός που σκοτώνει τα φύλλα, που κάνει τα φύλλα να μαραθούν («φυλλοκτόνος, οὐ φυτοκτόνος χειμών», Βαλσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο(ν) + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μηλο κτόνος, ταυρο κτόνος] … Dictionary of Greek
νηπιοκτόνος — ο (Α νηπιοκτόνος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που φονεύει νήπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο κτόνος, παιδοκτόνος] … Dictionary of Greek