- μολοβρίτης
μολοβρίτης, ὁ, = Folgdm, ὗς, Hipponax bei Ael. H. A. 7, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολοβρίτης, ὁ, = Folgdm, ὗς, Hipponax bei Ael. H. A. 7, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολοβρίτης — μολοβρίτης, ὁ (Α) [μολοβρός] φρ. «μολοβρίτης ὗς» αγριόχοιρος … Dictionary of Greek